μονόφορος

μονόφορος
-η, -ο
1. (για δένδρα) αυτός που καρποφορεί μία μόνο φορά το έτος («μονόφορη λεμονιά»)
2. ο καρπός τών δένδρων που καρποφορούν μία μόνο φορά το έτος («μονόφορα πορτοκάλια»)
3. τηλεπ. ο σχετικός με τρόπο τηλεπικοινωνίας ή διαύλου που επιτρέπει την εκάστοτε μετάδοση μηνυμάτων προς μία μόνο κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -φορος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”