- μονόφορος
- -η, -ο1. (για δένδρα) αυτός που καρποφορεί μία μόνο φορά το έτος («μονόφορη λεμονιά»)2. ο καρπός τών δένδρων που καρποφορούν μία μόνο φορά το έτος («μονόφορα πορτοκάλια»)3. τηλεπ. ο σχετικός με τρόπο τηλεπικοινωνίας ή διαύλου που επιτρέπει την εκάστοτε μετάδοση μηνυμάτων προς μία μόνο κατεύθυνση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -φορος*].
Dictionary of Greek. 2013.